Τα σύνδρομα υπέρχρησης έχουν ταυτιστεί, όπως λέει και η λέξη τους, με υπερβολικά επαναλαμβανόμενη κίνηση μυοσκελετικής ομάδας, η οποία οδηγεί σε καταπόνηση οστών, αρθρώσεων, μυών και συνδέσμων, με κύρια εκδήλωση τον πόνο και την αδυναμία επιτέλεσης περαιτέρω της άσκησης.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια που μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού ασχολείται με το τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων (μαραθώνιο, υπερμαραθώνιο και ορεινό τρέξιμο), όλο και περισσότεροι δρομείς ταλαιπωρούνται από αυτά.

Η αιτιοπαθογένεια των συνδρόμων υπέρχρησης είναι τριπλή και οφείλεται στην:

  • τριβή των ιστών που κινούνται κατά το τρέξιμο. Η τριβή αυτή προκαλεί φλεγμονώδη αντίδραση και δημιουργία τενοντίτιδων και θυλακίτιδων.
  • επαναλαμβανόμενη φόρτιση των ιστών, μαλακών ή οστέινων, που οδηγεί αρχικά στη συσσώρευση μικροτραυματισμών που ο πάσχων ιστός δεν έχει το χρόνο να επιδιορθώσει.
  • ισχαιμία (έλλειψη αιμάτωσης και οξυγόνωσης) ενός ιστού, αφού στην έντονη και διαρκή άσκηση του τρεξίματος μεγάλων αποστάσεων, η ανάγκη αιμάτωσης ενός ιστού ξεπερνά τη δυνατότητα παροχής αίματος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αντιδραστικού οιδήματος από τον ιστό.

Διάγνωση

Αρχικά η διάγνωση για τα σύνδρομα υπέρχρησης πραγματοποιείται με κλινική εξέταση από τον γιατρό και πιθανόν να μην απαιτεί απεικονιστικό έλεγχο. Ωστόσο, εάν εξετάζεται το ενδεχόμενο χειρουργικής επέμβασης, ο απεικονιστικός έλεγχος είναι απαραίτητος.

Ο απεικονιστικός έλεγχος (ακτινογραφία, αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία) χρησιμοποιείται για τη διάγνωση οστικών αλλοιώσεων όπως εξοστώσεις, ασβεστοποιήσεις και ενθεσοπάθειες.

Η αξονική τομογραφία μπορεί να αποκαλύψει κατάγματα κόπωσης που δεν φαίνονται στην ακτινογραφία, ενώ ο υπέρηχος τενοντοπάθειες και μυϊκές θλάσεις.

Η μαγνητική τομογραφία (MRI) είναι πιο αποτελεσματική για οξείες βλάβες και μπορεί να αποκαλύψει τραυματισμούς τενόντων, συνδέσμων και μυών, καθώς και οστικά οιδήματα.

Σε περιπτώσεις παγίδευσης ή τραύματος περιφερικού νεύρου, οι ηλεκτροδιαγνωστικοί έλεγχοι μπορούν να δείξουν τη θέση και τη σοβαρότητα του τραυματισμού.

Θεραπεία

Η θεραπεία των συνδρόμων υπέρχρησης είναι συνδυασμός πολλών διαφορετικών παρεμβάσεων που αποφασίζει και συντονίζει ο θεράπων ιατρός ανάλογα με τη διάγνωση και τη βαρύτητα της κατάστασης του δρομέα.

Ανάπαυση

Η ανάπαυση, και πιο συγκεκριμένα η αποφυγή της δραστηριότητας που προκαλεί το σύνδρομο, είναι ένα βασικό στοιχείο της θεραπείας σε σύνδρομα υπέρχρησης.

Επίσης, κινητοποίηση της περιοχής που έχει τραυματιστεί με ασκήσεις που δεν προκαλούν πόνο, βοηθά στη διατήρηση του εύρους κίνησης (ROM).

Η ανάπαυση στο κρεβάτι δεν συνιστάται ποτέ για αυτούς τους ασθενείς και η συμμετοχή σε ένα προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα φυσικοθεραπείας είναι σημαντική.

Αντιφλεγμονώδη, Μυοχαλαρωτικά, Έγχυση Κορτικοειδών & Βιολογικοί Επουλωτικοί Παράγοντες PRP

Τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα παίζουν κάποιο ρόλο μόνο στην οξεία φάση ανάπτυξης των συνδρόμων και για χρονικό διάστημα 1-5 ημερών.

Η τοπική έγχυση κορτικοειδών έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και μόνο ο ιατρός θα αποφασίσει για τη χρήση της. Γενικά η χρήση της πρέπει να περιορίζεται σε ασθενείς με σημαντικό πόνο που μπορούν να αλλάξουν την υποκείμενη αιτία πίσω από τον τραυματισμό τους. Δεν συνιστάται η επαναλαμβανόμενη ένεση σε ασθενείς που αναπόφευκτα θα επιστρέψουν στην ίδια ρουτίνα που προκάλεσε αρχικά τον τραυματισμό. Μάλιστα, οι τένοντες και οι σύνδεσμοι μπορούν να εξασθενηθούν δομικά με τη χρήση κορτικοειδών, και να οδηγηθούν σε ρήξη.

Σημειώνεται ότι η κορτιζόνη ανήκει στη λίστα των απαγορευμένων ουσιών της WADA και οι αθλητές που βρεθούν θετικοί στη χρήση τους, τιμωρούνται με αποκλεισμό.

Φυσικοθεραπεία

Η φυσικοθεραπεία με τη πληθώρα πλέον των μέσων που διαθέτει, προσφέρει αντιφλεγμονώδη δράση, διέγερση παραγωγής και διαμόρφωσης των τραυματισμένων ινών κολλαγόνου, αγγειογένεση και επαναιμάτωση των ισχαιμικών ιστών, αναγεννητική δράση και αποφυγή δημιουργίας ουλών.

Χειρουργική Αντιμετώπιση

Η χειρουργική επέμβαση πραγματοποιείται όταν:

  • Οι συντηρητικές προσεγγίσεις αποτύχουν, έχοντας ήδη εφαρμοστεί για διάστημα 3-6 μηνών.
  • Ο τραυματισμός επιδέχεται χειρουργικής αντιμετώπισης.
  • Σε υπερβολικό τραυματισμό, η αποσυμπίεση των νεύρων και η επιδιόρθωση χαλαρών ή αποτυχημένων συνδέσμων είναι τα πιο κοινά προβλήματα που οδηγούν σε χειρουργική επέμβαση
  • Έχει προκληθεί πάχυνση του ελύτρου ενός τένοντα που εμποδίζει την ολίσθησή του.
  • Σε περίπτωση ασβεστοποίησης μέρους ή ολόκληρου του τένοντα ή του συνδέσμου.
  • Σε περίπτωση ολικής ρήξης του μυός ή του τένοντα.