Τι Είναι το Σύνδρομο Υπακρωμιακής Προστριβής;

Το Σύνδρομο Υπακρωμιακής Προστριβής (ή Σύνδρομο Πρόσκρουσης Ώμου) αποτελεί μία από τις συχνότερες αιτίες πόνου στον ώμο. Προκύπτει όταν οι τένοντες του στροφικού πετάλου και ο υπακάνθιος θύλακος υφίστανται μηχανική πίεση μέσα στον λεγόμενο υπακρωμιακό χώρο — το ανατομικό διάστημα μεταξύ του ακρωμίου (οστική προεξοχή της ωμοπλάτης) και της κεφαλής του βραχιονίου οστού.

Κατά τη φυσιολογική ανύψωση του άνω άκρου, ο υπακρωμιακός χώρος μειώνεται προσωρινά. Ωστόσο, σε περιπτώσεις φλεγμονής, ανατομικών ιδιαιτεροτήτων (όπως κυρτό ή αγκαθωτό ακρώμιο), παρουσίας οστεοφύτων ή επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, το διάστημα αυτό στενεύει παθολογικά. Ως αποτέλεσμα, οι μαλακοί ιστοί «τρίβονται» επάνω στις οστικές δομές, οδηγώντας σταδιακά σε φλεγμονή, πόνο και περιορισμό της κινητικότητας.

Ποια Είναι τα Αίτια του Συνδρόμου Υπακρωμιακής Προστριβής;

Το σύνδρομο μπορεί να προκληθεί από διάφορους μηχανισμούς που είτε μειώνουν τον υπακρωμιακό χώρο είτε προκαλούν υπέρχρηση και φθορά των τενόντων. Μία από τις πιο συχνές αιτίες είναι οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις του άνω άκρου, είτε λόγω επαγγέλματος (π.χ. ελαιοχρωματιστές, εργάτες οικοδομής) είτε λόγω αθλητικής δραστηριότητας (κολύμβηση, τένις, ρίψεις).

Επιπλέον, η ανατομική παραλλαγή του ακρωμίου — ιδίως όταν είναι κυρτό ή με ακάνθες — μπορεί να προκαλέσει στένωση του υπακρωμιακού χώρου, αυξάνοντας τον κίνδυνο προστριβής. Παράγοντες όπως μυϊκή ανισορροπία ή αδυναμία στους σταθεροποιητικούς μυς της ωμικής ζώνης επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργική σταθερότητα της άρθρωσης και συμβάλλουν στην επιδείνωση του προβλήματος.

Τέλος, η ηλικιακή εκφύλιση των τενόντων, ιδιαίτερα μετά τα 40 έτη, αυξάνει την ευαισθησία των μαλακών μορίων στην προστριβή. Σε αρκετές περιπτώσεις, το σύνδρομο συνδέεται και με προηγούμενους τραυματισμούς ή αδιάγνωστες ρήξεις του στροφικού πετάλου, που έχουν οδηγήσει σε χρόνια φλεγμονή.

Ποια Είναι τα Συμπτώματα;

Το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής εκδηλώνεται με συμπτώματα που επιδεινώνονται σταδιακά, ιδιαίτερα με τη χρήση του ώμου πάνω από το ύψος του κεφαλιού. Τα κυριότερα περιλαμβάνουν:

  • Πόνος στην πρόσθια και πλάγια επιφάνεια του ώμου, ο οποίος εντείνεται κατά την ανύψωση του χεριού (απαγωγή) ή την περιστροφή.
  • Δυσκολία στον ύπνο πάνω στην πάσχουσα πλευρά, λόγω επιδείνωσης του πόνου σε συγκεκριμένες θέσεις.
  • Μειωμένο εύρος κίνησης, με αίσθηση «μπλοκαρίσματος» ή ακαμψίας κατά την ανύψωση ή περιστροφή του χεριού.
  • Αδυναμία σε καθημερινές κινήσεις, όπως το χτένισμα, η ένδυση ή η ανύψωση αντικειμένων (π.χ. σακούλας).
  • Πόνος στην απότομη ή επαναλαμβανόμενη κίνηση, κυρίως κατά την απαγωγή ή την έσω/έξω στροφή του ώμου.

Σε προχωρημένα στάδια, η φλεγμονή μπορεί να επηρεάσει ακόμη περισσότερο τους τένοντες του στροφικού πετάλου, οδηγώντας σε υποκείμενες ρήξεις ή σοβαρότερες κινητικές δυσκολίες.

Πώς Γίνεται η Διάγνωση του Συνδρόμου Υπακρωμιακής Προστριβής;

Η διάγνωση βασίζεται στον συνδυασμό κλινικής εκτίμησης και απεικονιστικού ελέγχου, με στόχο τον αποκλεισμό άλλων παθήσεων και την επιβεβαίωση της προστριβής στον υπακρωμιακό χώρο.

Κλινική Εκτίμηση:

  • Αναλυτικό ιατρικό ιστορικό: Ο γιατρός συλλέγει πληροφορίες για την ένταση, τη διάρκεια και τη φύση του πόνου, καθώς και για τις δραστηριότητες που τον επιδεινώνουν.
  • Κλινική εξέταση: Αξιολογείται το εύρος κίνησης, η παρουσία πόνου κατά την απαγωγή ή την περιστροφή και η μυϊκή ισχύς.
  • Ειδικές δοκιμασίες πρόσκρουσης:
    • Neer Test
    • Hawkins–Kennedy Test
    • Jobe’s Test (Empty Can)

Αυτές οι κλινικές δοκιμασίες βοηθούν στην ανάδειξη της πίεσης των τενόντων του στροφικού πετάλου κάτω από το ακρώμιο.

Απεικονιστικός Έλεγχος:

  • Υπέρηχος ώμου: Μπορεί να αποκαλύψει φλεγμονή, πάχυνση ή εκφύλιση τενόντων, καθώς και υγρό στον υπακάνθιο θύλακο.
  • Μαγνητική Τομογραφία (MRI): Παρέχει λεπτομερή απεικόνιση των μαλακών ιστών και εντοπίζει τυχόν ρήξεις του στροφικού πετάλου ή σημαντική φλεγμονή.
  • Ακτινογραφίες: Χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της μορφολογίας του ακρωμίου και για τον αποκλεισμό άλλων οστικών αιτίων πόνου, όπως αρθρίτιδα ή οστεόφυτα.

Η ολοκληρωμένη διαγνωστική προσέγγιση είναι καθοριστική για τη σωστή καθοδήγηση της θεραπείας, είτε συντηρητικής είτε χειρουργικής.

Συντηρητική Αντιμετώπιση του Συνδρόμου Υπακρωμιακής Προστριβής

Η πλειονότητα των περιστατικών αντιμετωπίζεται αρχικά με συντηρητικά μέσα, ειδικά όταν δεν υπάρχουν ρήξεις στους τένοντες ή σοβαρές αλλοιώσεις των ιστών.

Ανάπαυση & Τροποποίηση Δραστηριοτήτων

Ο ασθενής πρέπει να αποφεύγει κινήσεις που επιδεινώνουν τον πόνο, όπως η συχνή ανύψωση του χεριού ή οι δραστηριότητες πάνω από το ύψος του ώμου.

Φαρμακευτική Αγωγή

Φυσικοθεραπεία – Καθοριστικός Παράγοντας Ανάρρωσης

Ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα φυσικοθεραπείας αποτελεί τη βάση της συντηρητικής προσέγγισης:

  • Ασκήσεις ενδυνάμωσης του στροφικού πετάλου και των σταθεροποιητικών μυών της ωμοπλάτης.
  • Ασκήσεις σταθεροποίησης και επανεκπαίδευσης της ωμοπλάτης, για τη βελτίωση της κινηματικής του ώμου.
  • Manual therapy & τεχνικές κινητοποίησης, για μείωση της δυσκαμψίας και βελτίωση του εύρους κίνησης.

Εγχύσεις υπό καθοδήγηση (σε ανθεκτικές περιπτώσεις)

  • Κορτικοστεροειδή μπορούν να χορηγηθούν εντός του υπακάνθιου θυλάκου για τη μείωση της φλεγμονής.
  • Εγχύσεις PRP (Platelet-Rich Plasma) αποτελούν νεότερη βιολογική προσέγγιση σε περιπτώσεις χρόνιας τενοντοπάθειας ή μερικών ρήξεων, με στόχο την αναγέννηση των ιστών.

Η διάρκεια της συντηρητικής αγωγής εξαρτάται από τη βαρύτητα της κατάστασης και την ανταπόκριση του ασθενούς. Εάν δεν υπάρχει βελτίωση μετά από 3–6 μήνες, τότε εξετάζεται η πιθανότητα χειρουργικής αντιμετώπισης.

Χειρουργική Αντιμετώπιση – Αρθροσκοπική Αποσυμπίεση & Αντιμετώπιση Συνυπαρχόντων Βλαβών

Όταν τα συμπτώματα του συνδρόμου υπακρωμιακής προστριβής επιμένουν παρά τη συντηρητική αγωγή για διάστημα μεγαλύτερο των 4–6 μηνών, ή όταν συνοδεύονται από σοβαρές δομικές βλάβες όπως πλήρη ρήξη τενόντων του στροφικού πετάλου, τότε ενδείκνυται η χειρουργική αντιμετώπιση με αρθροσκόπηση ώμου.

Η αρθροσκοπική αποσυμπίεση του υπακρωμιακού χώρου είναι μια ελάχιστα επεμβατική τεχνική που συνήθως πραγματοποιείται με γενική ή περιοχική αναισθησία και διαρκεί περίπου 45–60 λεπτά. Μέσω μικρών τομών (συνήθως 2–3) εισάγονται εξειδικευμένα μικρο-εργαλεία και μια μικρο-κάμερα στην άρθρωση του ώμου. Ο χειρουργός αφαιρεί τα φλεγμονώδη στοιχεία του υπακάνθιου θύλακου, αποκαθιστά την ευρυχωρία στον υπακρωμιακό χώρο με οστεοπλαστική του ακρωμίου (acromioplasty) και εξομαλύνει την κάτω επιφάνειά του, εξαλείφοντας τα σημεία πρόσκρουσης που πιέζουν τους τένοντες κατά την κίνηση.

Στην ίδια επέμβαση μπορεί να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα συνυπάρχουσες βλάβες: αν για παράδειγμα διαπιστωθεί μερική ή πλήρης ρήξη τένοντα (όπως του υπερακανθίου), μπορεί να πραγματοποιηθεί συρραφή με ειδικά άγκιστρα (anchors) και βιοαπορροφήσιμα ράμματα. Επιπλέον, αν υπάρχει αστάθεια ή αλλοιώσεις τύπου SLAP, μπορούν να αποκατασταθούν εντός της ίδιας διαδικασίας, χωρίς επιπλέον τομές ή τραυματισμό στους παρακείμενους ιστούς.

Η αποθεραπεία είναι ταχύτερη και λιγότερο επώδυνη σε σχέση με τις ανοιχτές επεμβάσεις, με τους περισσότερους ασθενείς να εξέρχονται την ίδια ημέρα από την κλινική (One Day Surgery – ODS) και να ξεκινούν πρόγραμμα φυσικοθεραπείας εντός της πρώτης εβδομάδας. Η πλήρης επιστροφή σε απαιτητικές δραστηριότητες επέρχεται σε διάστημα 3–4 μηνών, ανάλογα με την έκταση της βλάβης και την ατομική ανταπόκριση στη θεραπεία.

Η διάγνωση και η αντιμετώπιση του Συνδρόμου Υπακρωμιακής Προστριβής απαιτούν όχι μόνο βαθιά γνώση της ανατομίας του ώμου αλλά και κλινική εμπειρία στην εκτίμηση των συνυπαρχόντων βλαβών, όπως ρήξεις τενόντων ή αστάθεια της άρθρωσης. Ο Δρ. Χιώτης Ν. Ιωάννης, Ορθοπαιδικός Χειρουργός και Αθλητίατρος, διαθέτει πολυετή εμπειρία στη διάγνωση και αρθροσκοπική αποκατάσταση παθήσεων του ώμου, με έμφαση σε ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές. Χάρη στην εξειδίκευσή του στη χειρουργική του ώμου, μπορεί να προσφέρει εξατομικευμένη προσέγγιση, είτε πρόκειται για συντηρητική θεραπεία είτε για αρθροσκοπική αποσυμπίεση, πάντα με γνώμονα τη διατήρηση της λειτουργικότητας του ώμου και την άμεση επάνοδο του ασθενούς στην καθημερινότητά του.

Ο Δρ. Χιώτης Ν. Ιωάννης, Ορθοπαιδικός Χειρουργός – Αθλητίατρος, είναι Αναπληρωτής Διευθυντής της Γ’ Ορθοπαιδικής Κλινικής στο ΥΓΕΙΑ και Αντιπρόεδρος της Υ.Ε. της Ελληνικής Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών. Εξειδικεύεται στην αρθροσκοπική χειρουργική του ώμου και στη διαχείριση σύνθετων περιστατικών με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές.

Συχνές Ερωτήσεις για το Σύνδρομο Υπακρωμιακής Προστριβής

  1. Είναι το σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου και η υπακρωμιακή προστριβή το ίδιο;
    Ναι, είναι διαφορετικές ονομασίες για την ίδια παθολογική κατάσταση.
  2. Μπορεί το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής να επηρεάσει και άλλες δομές του ώμου;
    Ναι. Η συνεχής τριβή και φλεγμονή στον υπακρωμιακό χώρο μπορεί δευτερογενώς να προκαλέσει ρήξεις τενόντων, πάχυνση του θυλάκου, δημιουργία συμφύσεων και διαταραχές στην κινηματική του ώμου, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της λειτουργικότητας.
  3. Υπάρχουν επαγγέλματα ή δραστηριότητες υψηλού κινδύνου για εμφάνιση της πάθησης;
    Ασφαλώς. Επαναλαμβανόμενες κινήσεις πάνω από το ύψος του ώμου — όπως συμβαίνει σε επαγγέλματα όπως οι οικοδόμοι, ζωγράφοι, κομμωτές ή σε αθλητές όπως οι κολυμβητές και οι τενίστες — αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου.
  4. Πόσο αξιόπιστος είναι ο υπέρηχος στη διάγνωση του συνδρόμου υπακρωμιακής προστριβής;
    Ο υπέρηχος είναι μια χρήσιμη, μη επεμβατική μέθοδος για την απεικόνιση φλεγμονής και πιθανών εκφυλιστικών αλλοιώσεων στους τένοντες. Δεν αντικαθιστά τη μαγνητική τομογραφία, αλλά χρησιμοποιείται συχνά ως αρχική προσέγγιση, ειδικά όταν υπάρχει εμπειρία στον χειρισμό του.
  5. Μπορεί η φυσικοθεραπεία να βοηθήσει ακόμα και χωρίς φάρμακα;
    Σε ήπιες περιπτώσεις, ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα φυσικοθεραπείας με διατάσεις, ενδυνάμωση και κινητοποίηση μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα χωρίς φαρμακευτική αγωγή. Σε πιο έντονες περιπτώσεις, η φυσικοθεραπεία συνδυάζεται συνήθως με αντιφλεγμονώδη ή τοπικές εγχύσεις.
  6. Είναι απαραίτητη η χειρουργική επέμβαση στο σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής;
    Όχι πάντα. Η πλειονότητα των ασθενών ανταποκρίνεται στη συντηρητική αγωγή. Η αρθροσκοπική αποσυμπίεση ενδείκνυται μόνο όταν τα συμπτώματα παραμένουν επίμονα για αρκετούς μήνες, παρά τη σωστή αποκατάσταση και θεραπεία.
  7. Πόσος χρόνος χρειάζεται για την πλήρη αποκατάσταση;
    Σε συντηρητικό πλάνο, η βελτίωση παρατηρείται σταδιακά μέσα σε λίγες εβδομάδες, με σημαντική ύφεση των συμπτωμάτων σε διάστημα 2–3 μηνών. Σε περίπτωση χειρουργικής αντιμετώπισης, η πλήρης αποκατάσταση μπορεί να απαιτήσει 3–6 μήνες, ανάλογα με την έκταση των βλαβών και τη συμμόρφωση του ασθενούς στη φυσικοθεραπεία.